- εὐσκέπαστος
- εὐσκέπαστος, ον,A well-covered, well-protected, Th.5.71 ([comp] Sup.); τὸ εὐ. good shelter, D.C.49.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευσκέπαστος — εὐσκέπαστος, ον (Α) 1. αυτός που σκεπάζεται εύκολα, που προστατεύεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσκέπαστον το καλό υπόστεγο … Dictionary of Greek
εὐσκεπαστότερον — εὐσκέπαστος well covered adverbial comp εὐσκέπαστος well covered masc acc comp sg εὐσκέπαστος well covered neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσκεπαστότατον — εὐσκέπαστος well covered masc acc superl sg εὐσκέπαστος well covered neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσκέπαστον — εὐσκέπαστος well covered masc/fem acc sg εὐσκέπαστος well covered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσκεπής — εὐσκεπής, ές (Α) ευσκέπαστος («τοὺς εὐσκεπεῑς καὶ εὐηλίους [τόπους]», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκεπής (< σκέπη), πρβλ. α σκεπής, περι σκεπής] … Dictionary of Greek